- ἐμβελές
- ἐμβελήςwithin range of missilesmasc/fem voc sgἐμβελήςwithin range of missilesneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εμβελής — ές (Α ἐμβελής, ές) αυτός που βρίσκεται μέσα στην απόσταση βολής νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το εμβελές η εμβέλεια, το βεληνεκές … Dictionary of Greek